Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὄνιννος
ὀνίς
ὀνίσκος
ὀνῖτις
ὄννα
ὀνοβατέω
ὀνοβάτις
ὀνοβρυχίς
ὀνόγαστρις
ὀνοειδής
ὀνοθήλεια
ὀνοθήρας
ὀνοκένταυρα
ὀνοκέφαλος
ὀνοκίνδιος
ὀνοκόμος
ὀνοκόπος
ὀνοκρόταλος
ὀνοκτηνοτρόφος
ὄνομα
ὀνομάζω
View word page
ὀνοθήλεια
she-ass
ShortDef
she-ass
Debugging
Headword:
ὀνοθήλεια
Headword (normalized):
ὀνοθήλεια
Headword (normalized/stripped):
ονοθηλεια
IDX:
62272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62273
Key:
Data
{'content': 'she-ass'}