Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναπαυματικός
ἀναπαύσιμος
ἀνάπαυσις
ἀναπαυστήριος
ἀναπαυτικός
ἀναπαύω
ἀναπαφλάζω
ἀναπείθω
ἀναπεινάω
ἀνάπειρα
ἀναπειράομαι
ἀναπείρω
ἀναπειστήριος
ἀναπελεκάω
ἀναπεμπάζομαι
ἀναπέμπω
ἀναπεπτωκότως
ἀναπέσσω
ἀναπετάννυμι
ἀναπέτεια
ἀναπετής
View word page
ἀναπειράομαι
to try
ShortDef
to try
Debugging
Headword:
ἀναπειράομαι
Headword (normalized):
ἀναπειράομαι
Headword (normalized/stripped):
αναπειραομαι
IDX:
6226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6227
Key:
Data
{'content': 'to try'}