Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀνίας
ὀνίδιον
ὀνικός
ὀνίνημι
ὄνιννος
ὀνίς
ὀνίσκος
ὀνῖτις
ὄννα
ὀνοβατέω
ὀνοβάτις
ὀνοβρυχίς
ὀνόγαστρις
ὀνοειδής
ὀνοθήλεια
ὀνοθήρας
ὀνοκένταυρα
ὀνοκέφαλος
ὀνοκίνδιος
ὀνοκόμος
ὀνοκόπος
View word page
ὀνοβάτις
riding on an ass
ShortDef
riding on an ass
Debugging
Headword:
ὀνοβάτις
Headword (normalized):
ὀνοβάτις
Headword (normalized/stripped):
ονοβατις
IDX:
62268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62269
Key:
Data
{'content': 'riding on an ass'}