Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνθύλευσις
ὀνθυλεύω
ὀνίας
ὀνίδιον
ὀνικός
ὀνίνημι
ὄνιννος
ὀνίς
ὀνίσκος
ὀνῖτις
ὄννα
ὀνοβατέω
ὀνοβάτις
ὀνοβρυχίς
ὀνόγαστρις
ὀνοειδής
ὀνοθήλεια
ὀνοθήρας
ὀνοκένταυρα
ὀνοκέφαλος
ὀνοκίνδιος
View word page
ὄννα
sale

ShortDef

sale

Debugging

Headword:
ὄννα
Headword (normalized):
ὄννα
Headword (normalized/stripped):
οννα
IDX:
62266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62267
Key:

Data

{'content': 'sale'}