Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνθοφόρος
ὀνθύλευσις
ὀνθυλεύω
ὀνίας
ὀνίδιον
ὀνικός
ὀνίνημι
ὄνιννος
ὀνίς
ὀνίσκος
ὀνῖτις
ὄννα
ὀνοβατέω
ὀνοβάτις
ὀνοβρυχίς
ὀνόγαστρις
ὀνοειδής
ὀνοθήλεια
ὀνοθήρας
ὀνοκένταυρα
ὀνοκέφαλος
View word page
ὀνῖτις
pot marjoram, Origanum Onites

ShortDef

pot marjoram, Origanum Onites

Debugging

Headword:
ὀνῖτις
Headword (normalized):
ὀνῖτις
Headword (normalized/stripped):
ονιτις
IDX:
62265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62266
Key:

Data

{'content': 'pot marjoram, Origanum Onites'}