Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄνθος
ὀνθοφόρος
ὀνθύλευσις
ὀνθυλεύω
ὀνίας
ὀνίδιον
ὀνικός
ὀνίνημι
ὄνιννος
ὀνίς
ὀνίσκος
ὀνῖτις
ὄννα
ὀνοβατέω
ὀνοβάτις
ὀνοβρυχίς
ὀνόγαστρις
ὀνοειδής
ὀνοθήλεια
ὀνοθήρας
ὀνοκένταυρα
View word page
ὀνίσκος
dim. of ὄνος; a fish, woodlouse, windlass

ShortDef

dim. of ὄνος; a fish, woodlouse, windlass

Debugging

Headword:
ὀνίσκος
Headword (normalized):
ὀνίσκος
Headword (normalized/stripped):
ονισκος
IDX:
62264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62265
Key:

Data

{'content': 'dim. of ὄνος; a fish, woodlouse, windlass'}