Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνθολόγος
ὄνθος
ὀνθοφόρος
ὀνθύλευσις
ὀνθυλεύω
ὀνίας
ὀνίδιον
ὀνικός
ὀνίνημι
ὄνιννος
ὀνίς
ὀνίσκος
ὀνῖτις
ὄννα
ὀνοβατέω
ὀνοβάτις
ὀνοβρυχίς
ὀνόγαστρις
ὀνοειδής
ὀνοθήλεια
ὀνοθήρας
View word page
ὀνίς
ass's dung

ShortDef

ass's dung

Debugging

Headword:
ὀνίς
Headword (normalized):
ὀνίς
Headword (normalized/stripped):
ονις
IDX:
62263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62264
Key:

Data

{'content': "ass's dung"}