Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀνησιφόρος
ὀνητός
ὀνθολόγος
ὄνθος
ὀνθοφόρος
ὀνθύλευσις
ὀνθυλεύω
ὀνίας
ὀνίδιον
ὀνικός
ὀνίνημι
ὄνιννος
ὀνίς
ὀνίσκος
ὀνῖτις
ὄννα
ὀνοβατέω
ὀνοβάτις
ὀνοβρυχίς
ὀνόγαστρις
ὀνοειδής
View word page
ὀνίνημι
to profit, benefit, help, assist
ShortDef
to profit, benefit, help, assist
Debugging
Headword:
ὀνίνημι
Headword (normalized):
ὀνίνημι
Headword (normalized/stripped):
ονινημι
IDX:
62261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62262
Key:
Data
{'content': 'to profit, benefit, help, assist'}