Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄνησις
ὀνησιφόρος
ὀνητός
ὀνθολόγος
ὄνθος
ὀνθοφόρος
ὀνθύλευσις
ὀνθυλεύω
ὀνίας
ὀνίδιον
ὀνικός
ὀνίνημι
ὄνιννος
ὀνίς
ὀνίσκος
ὀνῖτις
ὄννα
ὀνοβατέω
ὀνοβάτις
ὀνοβρυχίς
ὀνόγαστρις
View word page
ὀνικός
of or for an ass

ShortDef

of or for an ass

Debugging

Headword:
ὀνικός
Headword (normalized):
ὀνικός
Headword (normalized/stripped):
ονικος
IDX:
62260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62261
Key:

Data

{'content': 'of or for an ass'}