Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνησίπολις
ὄνησις
ὀνησιφόρος
ὀνητός
ὀνθολόγος
ὄνθος
ὀνθοφόρος
ὀνθύλευσις
ὀνθυλεύω
ὀνίας
ὀνίδιον
ὀνικός
ὀνίνημι
ὄνιννος
ὀνίς
ὀνίσκος
ὀνῖτις
ὄννα
ὀνοβατέω
ὀνοβάτις
ὀνοβρυχίς
View word page
ὀνίδιον
a little ass, donkey

ShortDef

a little ass, donkey

Debugging

Headword:
ὀνίδιον
Headword (normalized):
ὀνίδιον
Headword (normalized/stripped):
ονιδιον
IDX:
62259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62260
Key:

Data

{'content': 'a little ass, donkey'}