Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνάπαυμα
ἀναπαυματικός
ἀναπαύσιμος
ἀνάπαυσις
ἀναπαυστήριος
ἀναπαυτικός
ἀναπαύω
ἀναπαφλάζω
ἀναπείθω
ἀναπεινάω
ἀνάπειρα
ἀναπειράομαι
ἀναπείρω
ἀναπειστήριος
ἀναπελεκάω
ἀναπεμπάζομαι
ἀναπέμπω
ἀναπεπτωκότως
ἀναπέσσω
ἀναπετάννυμι
ἀναπέτεια
View word page
ἀνάπειρα
trial, proof
ShortDef
trial, proof
Debugging
Headword:
ἀνάπειρα
Headword (normalized):
ἀνάπειρα
Headword (normalized/stripped):
αναπειρα
IDX:
6225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6226
Key:
Data
{'content': 'trial, proof'}