Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνήλατος
ὀνημάξιον
Ὀνήσιλος
ὀνήσιμος
ὀνησίπολις
ὄνησις
ὀνησιφόρος
ὀνητός
ὀνθολόγος
ὄνθος
ὀνθοφόρος
ὀνθύλευσις
ὀνθυλεύω
ὀνίας
ὀνίδιον
ὀνικός
ὀνίνημι
ὄνιννος
ὀνίς
ὀνίσκος
ὀνῖτις
View word page
ὀνθοφόρος
dung-carrier

ShortDef

dung-carrier

Debugging

Headword:
ὀνθοφόρος
Headword (normalized):
ὀνθοφόρος
Headword (normalized/stripped):
ονθοφορος
IDX:
62255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62256
Key:

Data

{'content': 'dung-carrier'}