Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνηλατικός
ὀνήλατος
ὀνημάξιον
Ὀνήσιλος
ὀνήσιμος
ὀνησίπολις
ὄνησις
ὀνησιφόρος
ὀνητός
ὀνθολόγος
ὄνθος
ὀνθοφόρος
ὀνθύλευσις
ὀνθυλεύω
ὀνίας
ὀνίδιον
ὀνικός
ὀνίνημι
ὄνιννος
ὀνίς
ὀνίσκος
View word page
ὄνθος
the dung

ShortDef

the dung

Debugging

Headword:
ὄνθος
Headword (normalized):
ὄνθος
Headword (normalized/stripped):
ονθος
IDX:
62254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62255
Key:

Data

{'content': 'the dung'}