Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνηλάτης
ὀνηλατικός
ὀνήλατος
ὀνημάξιον
Ὀνήσιλος
ὀνήσιμος
ὀνησίπολις
ὄνησις
ὀνησιφόρος
ὀνητός
ὀνθολόγος
ὄνθος
ὀνθοφόρος
ὀνθύλευσις
ὀνθυλεύω
ὀνίας
ὀνίδιον
ὀνικός
ὀνίνημι
ὄνιννος
ὀνίς
View word page
ὀνθολόγος
dung-gatherer

ShortDef

dung-gatherer

Debugging

Headword:
ὀνθολόγος
Headword (normalized):
ὀνθολόγος
Headword (normalized/stripped):
ονθολογος
IDX:
62253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62254
Key:

Data

{'content': 'dung-gatherer'}