Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνηλασία
ὀνηλάσιον
ὀνηλατέω
ὀνηλάτης
ὀνηλατικός
ὀνήλατος
ὀνημάξιον
Ὀνήσιλος
ὀνήσιμος
ὀνησίπολις
ὄνησις
ὀνησιφόρος
ὀνητός
ὀνθολόγος
ὄνθος
ὀνθοφόρος
ὀνθύλευσις
ὀνθυλεύω
ὀνίας
ὀνίδιον
ὀνικός
View word page
ὄνησις
use, profit, advantage, good luck

ShortDef

use, profit, advantage, good luck

Debugging

Headword:
ὄνησις
Headword (normalized):
ὄνησις
Headword (normalized/stripped):
ονησις
IDX:
62250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62251
Key:

Data

{'content': 'use, profit, advantage, good luck'}