Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνή
ὀνηλασία
ὀνηλάσιον
ὀνηλατέω
ὀνηλάτης
ὀνηλατικός
ὀνήλατος
ὀνημάξιον
Ὀνήσιλος
ὀνήσιμος
ὀνησίπολις
ὄνησις
ὀνησιφόρος
ὀνητός
ὀνθολόγος
ὄνθος
ὀνθοφόρος
ὀνθύλευσις
ὀνθυλεύω
ὀνίας
ὀνίδιον
View word page
ὀνησίπολις
useful to the state

ShortDef

useful to the state

Debugging

Headword:
ὀνησίπολις
Headword (normalized):
ὀνησίπολις
Headword (normalized/stripped):
ονησιπολις
IDX:
62249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62250
Key:

Data

{'content': 'useful to the state'}