Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάπαυλα
ἀνάπαυμα
ἀναπαυματικός
ἀναπαύσιμος
ἀνάπαυσις
ἀναπαυστήριος
ἀναπαυτικός
ἀναπαύω
ἀναπαφλάζω
ἀναπείθω
ἀναπεινάω
ἀνάπειρα
ἀναπειράομαι
ἀναπείρω
ἀναπειστήριος
ἀναπελεκάω
ἀναπεμπάζομαι
ἀναπέμπω
ἀναπεπτωκότως
ἀναπέσσω
ἀναπετάννυμι
View word page
ἀναπεινάω
to be hungry again

ShortDef

to be hungry again

Debugging

Headword:
ἀναπεινάω
Headword (normalized):
ἀναπεινάω
Headword (normalized/stripped):
αναπειναω
IDX:
6224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6225
Key:

Data

{'content': 'to be hungry again'}