Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀνεύω
ὀνή
ὀνηλασία
ὀνηλάσιον
ὀνηλατέω
ὀνηλάτης
ὀνηλατικός
ὀνήλατος
ὀνημάξιον
Ὀνήσιλος
ὀνήσιμος
ὀνησίπολις
ὄνησις
ὀνησιφόρος
ὀνητός
ὀνθολόγος
ὄνθος
ὀνθοφόρος
ὀνθύλευσις
ὀνθυλεύω
ὀνίας
View word page
ὀνήσιμος
useful, profitable, beneficial
ShortDef
useful, profitable, beneficial
Debugging
Headword:
ὀνήσιμος
Headword (normalized):
ὀνήσιμος
Headword (normalized/stripped):
ονησιμος
IDX:
62248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62249
Key:
Data
{'content': 'useful, profitable, beneficial'}