Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀνέλαφος
ὀνεύω
ὀνή
ὀνηλασία
ὀνηλάσιον
ὀνηλατέω
ὀνηλάτης
ὀνηλατικός
ὀνήλατος
ὀνημάξιον
Ὀνήσιλος
ὀνήσιμος
ὀνησίπολις
ὄνησις
ὀνησιφόρος
ὀνητός
ὀνθολόγος
ὄνθος
ὀνθοφόρος
ὀνθύλευσις
ὀνθυλεύω
View word page
Ὀνήσιλος
Onesilus
ShortDef
Onesilus
Debugging
Headword:
Ὀνήσιλος
Headword (normalized):
ὀνήσιλος
Headword (normalized/stripped):
ονησιλος
IDX:
62247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62248
Key:
Data
{'content': 'Onesilus'}