Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀνειρώσσω
ὀνέλαφος
ὀνεύω
ὀνή
ὀνηλασία
ὀνηλάσιον
ὀνηλατέω
ὀνηλάτης
ὀνηλατικός
ὀνήλατος
ὀνημάξιον
Ὀνήσιλος
ὀνήσιμος
ὀνησίπολις
ὄνησις
ὀνησιφόρος
ὀνητός
ὀνθολόγος
ὄνθος
ὀνθοφόρος
ὀνθύλευσις
View word page
ὀνημάξιον
donkey-cart
ShortDef
donkey-cart
Debugging
Headword:
ὀνημάξιον
Headword (normalized):
ὀνημάξιον
Headword (normalized/stripped):
ονημαξιον
IDX:
62246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62247
Key:
Data
{'content': 'donkey-cart'}