Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνείρωξις
ὀνειρώσσω
ὀνέλαφος
ὀνεύω
ὀνή
ὀνηλασία
ὀνηλάσιον
ὀνηλατέω
ὀνηλάτης
ὀνηλατικός
ὀνήλατος
ὀνημάξιον
Ὀνήσιλος
ὀνήσιμος
ὀνησίπολις
ὄνησις
ὀνησιφόρος
ὀνητός
ὀνθολόγος
ὄνθος
ὀνθοφόρος
View word page
ὀνήλατος
for donkeydriving

ShortDef

for donkeydriving

Debugging

Headword:
ὀνήλατος
Headword (normalized):
ὀνήλατος
Headword (normalized/stripped):
ονηλατος
IDX:
62245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62246
Key:

Data

{'content': 'for donkeydriving'}