Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνειρώδης
ὀνείρωξις
ὀνειρώσσω
ὀνέλαφος
ὀνεύω
ὀνή
ὀνηλασία
ὀνηλάσιον
ὀνηλατέω
ὀνηλάτης
ὀνηλατικός
ὀνήλατος
ὀνημάξιον
Ὀνήσιλος
ὀνήσιμος
ὀνησίπολις
ὄνησις
ὀνησιφόρος
ὀνητός
ὀνθολόγος
ὄνθος
View word page
ὀνηλατικός
relating to conveyance by donkey

ShortDef

relating to conveyance by donkey

Debugging

Headword:
ὀνηλατικός
Headword (normalized):
ὀνηλατικός
Headword (normalized/stripped):
ονηλατικος
IDX:
62244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62245
Key:

Data

{'content': 'relating to conveyance by donkey'}