Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀνειρωγμός
ὀνειρώδης
ὀνείρωξις
ὀνειρώσσω
ὀνέλαφος
ὀνεύω
ὀνή
ὀνηλασία
ὀνηλάσιον
ὀνηλατέω
ὀνηλάτης
ὀνηλατικός
ὀνήλατος
ὀνημάξιον
Ὀνήσιλος
ὀνήσιμος
ὀνησίπολις
ὄνησις
ὀνησιφόρος
ὀνητός
ὀνθολόγος
View word page
ὀνηλάτης
a donkey-driver
ShortDef
a donkey-driver
Debugging
Headword:
ὀνηλάτης
Headword (normalized):
ὀνηλάτης
Headword (normalized/stripped):
ονηλατης
IDX:
62243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62244
Key:
Data
{'content': 'a donkey-driver'}