Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνειρόφαντος
ὀνειρόφοβος
ὀνειρόφρων
ὀνειρωγμός
ὀνειρώδης
ὀνείρωξις
ὀνειρώσσω
ὀνέλαφος
ὀνεύω
ὀνή
ὀνηλασία
ὀνηλάσιον
ὀνηλατέω
ὀνηλάτης
ὀνηλατικός
ὀνήλατος
ὀνημάξιον
Ὀνήσιλος
ὀνήσιμος
ὀνησίπολις
ὄνησις
View word page
ὀνηλασία
driving of donkeys

ShortDef

driving of donkeys

Debugging

Headword:
ὀνηλασία
Headword (normalized):
ὀνηλασία
Headword (normalized/stripped):
ονηλασια
IDX:
62240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62241
Key:

Data

{'content': 'driving of donkeys'}