Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀνειροτόκος
ὀνειρόφαντος
ὀνειρόφοβος
ὀνειρόφρων
ὀνειρωγμός
ὀνειρώδης
ὀνείρωξις
ὀνειρώσσω
ὀνέλαφος
ὀνεύω
ὀνή
ὀνηλασία
ὀνηλάσιον
ὀνηλατέω
ὀνηλάτης
ὀνηλατικός
ὀνήλατος
ὀνημάξιον
Ὀνήσιλος
ὀνήσιμος
ὀνησίπολις
View word page
ὀνή
help
ShortDef
help
Debugging
Headword:
ὀνή
Headword (normalized):
ὀνή
Headword (normalized/stripped):
ονη
IDX:
62239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62240
Key:
Data
{'content': 'help'}