Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνειροπομπός
ὄνειρος
ὀνειροτόκος
ὀνειρόφαντος
ὀνειρόφοβος
ὀνειρόφρων
ὀνειρωγμός
ὀνειρώδης
ὀνείρωξις
ὀνειρώσσω
ὀνέλαφος
ὀνεύω
ὀνή
ὀνηλασία
ὀνηλάσιον
ὀνηλατέω
ὀνηλάτης
ὀνηλατικός
ὀνήλατος
ὀνημάξιον
Ὀνήσιλος
View word page
ὀνέλαφος
antelope

ShortDef

antelope

Debugging

Headword:
ὀνέλαφος
Headword (normalized):
ὀνέλαφος
Headword (normalized/stripped):
ονελαφος
IDX:
62237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62238
Key:

Data

{'content': 'antelope'}