Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀνειροπομπία
ὀνειροπομπός
ὄνειρος
ὀνειροτόκος
ὀνειρόφαντος
ὀνειρόφοβος
ὀνειρόφρων
ὀνειρωγμός
ὀνειρώδης
ὀνείρωξις
ὀνειρώσσω
ὀνέλαφος
ὀνεύω
ὀνή
ὀνηλασία
ὀνηλάσιον
ὀνηλατέω
ὀνηλάτης
ὀνηλατικός
ὀνήλατος
ὀνημάξιον
View word page
ὀνειρώσσω
dream
ShortDef
dream
Debugging
Headword:
ὀνειρώσσω
Headword (normalized):
ὀνειρώσσω
Headword (normalized/stripped):
ονειρωσσω
IDX:
62236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62237
Key:
Data
{'content': 'dream'}