Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνειροπομπέω
ὀνειροπομπία
ὀνειροπομπός
ὄνειρος
ὀνειροτόκος
ὀνειρόφαντος
ὀνειρόφοβος
ὀνειρόφρων
ὀνειρωγμός
ὀνειρώδης
ὀνείρωξις
ὀνειρώσσω
ὀνέλαφος
ὀνεύω
ὀνή
ὀνηλασία
ὀνηλάσιον
ὀνηλατέω
ὀνηλάτης
ὀνηλατικός
ὀνήλατος
View word page
ὀνείρωξις
dreaming, hallucination

ShortDef

dreaming, hallucination

Debugging

Headword:
ὀνείρωξις
Headword (normalized):
ὀνείρωξις
Headword (normalized/stripped):
ονειρωξις
IDX:
62235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62236
Key:

Data

{'content': 'dreaming, hallucination'}