Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναπατάσσω
ἀναπατέω
ἀνάπαυλα
ἀνάπαυμα
ἀναπαυματικός
ἀναπαύσιμος
ἀνάπαυσις
ἀναπαυστήριος
ἀναπαυτικός
ἀναπαύω
ἀναπαφλάζω
ἀναπείθω
ἀναπεινάω
ἀνάπειρα
ἀναπειράομαι
ἀναπείρω
ἀναπειστήριος
ἀναπελεκάω
ἀναπεμπάζομαι
ἀναπέμπω
ἀναπεπτωκότως
View word page
ἀναπαφλάζω
boil
ShortDef
boil
Debugging
Headword:
ἀναπαφλάζω
Headword (normalized):
ἀναπαφλάζω
Headword (normalized/stripped):
αναπαφλαζω
IDX:
6222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6223
Key:
Data
{'content': 'boil'}