Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀνειροδότης
ὀνειροκρισία
ὀνειροκρίτης
ὀνειροκριτικός
ὀνειρολεκτέω
ὀνειρολεσχία
ὀνειρόμαντις
ὀνειρόπληκτος
ὀνειροποιουμένη
ὀνειροπολέω
ὀνειροπόλησις
ὀνειροπολικός
ὀνειροπόλος
ὀνειροπομπέω
ὀνειροπομπία
ὀνειροπομπός
ὄνειρος
ὀνειροτόκος
ὀνειρόφαντος
ὀνειρόφοβος
ὀνειρόφρων
View word page
ὀνειροπόλησις
dreaming
ShortDef
dreaming
Debugging
Headword:
ὀνειροπόλησις
Headword (normalized):
ὀνειροπόλησις
Headword (normalized/stripped):
ονειροπολησις
IDX:
62222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62223
Key:
Data
{'content': 'dreaming'}