Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνειραυτοπτέω
ὀνειραυτοπτικός
ὀνείρειος
ὀνειρογενής
ὀνειρόγονος
ὀνειροδότης
ὀνειροκρισία
ὀνειροκρίτης
ὀνειροκριτικός
ὀνειρολεκτέω
ὀνειρολεσχία
ὀνειρόμαντις
ὀνειρόπληκτος
ὀνειροποιουμένη
ὀνειροπολέω
ὀνειροπόλησις
ὀνειροπολικός
ὀνειροπόλος
ὀνειροπομπέω
ὀνειροπομπία
ὀνειροπομπός
View word page
ὀνειρολεσχία
talking in dreams

ShortDef

talking in dreams

Debugging

Headword:
ὀνειρολεσχία
Headword (normalized):
ὀνειρολεσχία
Headword (normalized/stripped):
ονειρολεσχια
IDX:
62217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62218
Key:

Data

{'content': 'talking in dreams'}