Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνειρατικός
ὀνειραυτοπτέω
ὀνειραυτοπτικός
ὀνείρειος
ὀνειρογενής
ὀνειρόγονος
ὀνειροδότης
ὀνειροκρισία
ὀνειροκρίτης
ὀνειροκριτικός
ὀνειρολεκτέω
ὀνειρολεσχία
ὀνειρόμαντις
ὀνειρόπληκτος
ὀνειροποιουμένη
ὀνειροπολέω
ὀνειροπόλησις
ὀνειροπολικός
ὀνειροπόλος
ὀνειροπομπέω
ὀνειροπομπία
View word page
ὀνειρολεκτέω
talk in a dream

ShortDef

talk in a dream

Debugging

Headword:
ὀνειρολεκτέω
Headword (normalized):
ὀνειρολεκτέω
Headword (normalized/stripped):
ονειρολεκτεω
IDX:
62216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62217
Key:

Data

{'content': 'talk in a dream'}