Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄνειος
ὄνειος2
ὀνειραιτησία
ὀνειραιτητέω
ὀνειραιτητόν
ὀνειρατικός
ὀνειραυτοπτέω
ὀνειραυτοπτικός
ὀνείρειος
ὀνειρογενής
ὀνειρόγονος
ὀνειροδότης
ὀνειροκρισία
ὀνειροκρίτης
ὀνειροκριτικός
ὀνειρολεκτέω
ὀνειρολεσχία
ὀνειρόμαντις
ὀνειρόπληκτος
ὀνειροποιουμένη
ὀνειροπολέω
View word page
ὀνειρόγονος
accompanied by

ShortDef

accompanied by

Debugging

Headword:
ὀνειρόγονος
Headword (normalized):
ὀνειρόγονος
Headword (normalized/stripped):
ονειρογονος
IDX:
62211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62212
Key:

Data

{'content': 'accompanied by'}