Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνεῖον
Ὄνειον
ὄνειος
ὄνειος2
ὀνειραιτησία
ὀνειραιτητέω
ὀνειραιτητόν
ὀνειρατικός
ὀνειραυτοπτέω
ὀνειραυτοπτικός
ὀνείρειος
ὀνειρογενής
ὀνειρόγονος
ὀνειροδότης
ὀνειροκρισία
ὀνειροκρίτης
ὀνειροκριτικός
ὀνειρολεκτέω
ὀνειρολεσχία
ὀνειρόμαντις
ὀνειρόπληκτος
View word page
ὀνείρειος
dreamy, of dreams

ShortDef

dreamy, of dreams

Debugging

Headword:
ὀνείρειος
Headword (normalized):
ὀνείρειος
Headword (normalized/stripped):
ονειρειος
IDX:
62209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62210
Key:

Data

{'content': 'dreamy, of dreams'}