Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπάρτιστος
ἀναπάσσω
ἀναπατάσσω
ἀναπατέω
ἀνάπαυλα
ἀνάπαυμα
ἀναπαυματικός
ἀναπαύσιμος
ἀνάπαυσις
ἀναπαυστήριος
ἀναπαυτικός
ἀναπαύω
ἀναπαφλάζω
ἀναπείθω
ἀναπεινάω
ἀνάπειρα
ἀναπειράομαι
ἀναπείρω
ἀναπειστήριος
ἀναπελεκάω
ἀναπεμπάζομαι
View word page
ἀναπαυτικός
giving rest

ShortDef

giving rest

Debugging

Headword:
ἀναπαυτικός
Headword (normalized):
ἀναπαυτικός
Headword (normalized/stripped):
αναπαυτικος
IDX:
6220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6221
Key:

Data

{'content': 'giving rest'}