Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνειδιστής
ὀνειδιστικός
ὄνειδος
ὀνεῖον
Ὄνειον
ὄνειος
ὄνειος2
ὀνειραιτησία
ὀνειραιτητέω
ὀνειραιτητόν
ὀνειρατικός
ὀνειραυτοπτέω
ὀνειραυτοπτικός
ὀνείρειος
ὀνειρογενής
ὀνειρόγονος
ὀνειροδότης
ὀνειροκρισία
ὀνειροκρίτης
ὀνειροκριτικός
ὀνειρολεκτέω
View word page
ὀνειρατικός
in a dream

ShortDef

in a dream

Debugging

Headword:
ὀνειρατικός
Headword (normalized):
ὀνειρατικός
Headword (normalized/stripped):
ονειρατικος
IDX:
62206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62207
Key:

Data

{'content': 'in a dream'}