Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνείδισμα
ὀνειδισμός
ὀνειδιστέον
ὀνειδιστήρ
ὀνειδιστής
ὀνειδιστικός
ὄνειδος
ὀνεῖον
Ὄνειον
ὄνειος
ὄνειος2
ὀνειραιτησία
ὀνειραιτητέω
ὀνειραιτητόν
ὀνειρατικός
ὀνειραυτοπτέω
ὀνειραυτοπτικός
ὀνείρειος
ὀνειρογενής
ὀνειρόγονος
ὀνειροδότης
View word page
ὄνειος2
useful

ShortDef

of an ass
useful

Debugging

Headword:
ὄνειος2
Headword (normalized):
ὄνειος
Headword (normalized/stripped):
ονειος2
IDX:
62202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62203
Key:

Data

{'content': 'useful'}