Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄνειαρ
ὀνείδειος
ὀνειδίζω
ὀνείδισμα
ὀνειδισμός
ὀνειδιστέον
ὀνειδιστήρ
ὀνειδιστής
ὀνειδιστικός
ὄνειδος
ὀνεῖον
Ὄνειον
ὄνειος
ὄνειος2
ὀνειραιτησία
ὀνειραιτητέω
ὀνειραιτητόν
ὀνειρατικός
ὀνειραυτοπτέω
ὀνειραυτοπτικός
ὀνείρειος
View word page
ὀνεῖον
ass-stable

ShortDef

ass-stable

Debugging

Headword:
ὀνεῖον
Headword (normalized):
ὀνεῖον
Headword (normalized/stripped):
ονειον
IDX:
62199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62200
Key:

Data

{'content': 'ass-stable'}