Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπαριάζω
ἀναπάρτιστος
ἀναπάσσω
ἀναπατάσσω
ἀναπατέω
ἀνάπαυλα
ἀνάπαυμα
ἀναπαυματικός
ἀναπαύσιμος
ἀνάπαυσις
ἀναπαυστήριος
ἀναπαυτικός
ἀναπαύω
ἀναπαφλάζω
ἀναπείθω
ἀναπεινάω
ἀνάπειρα
ἀναπειράομαι
ἀναπείρω
ἀναπειστήριος
ἀναπελεκάω
View word page
ἀναπαυστήριος
of or for resting

ShortDef

of or for resting

Debugging

Headword:
ἀναπαυστήριος
Headword (normalized):
ἀναπαυστήριος
Headword (normalized/stripped):
αναπαυστηριος
IDX:
6219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6220
Key:

Data

{'content': 'of or for resting'}