Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνεία
ὄνειαρ
ὀνείδειος
ὀνειδίζω
ὀνείδισμα
ὀνειδισμός
ὀνειδιστέον
ὀνειδιστήρ
ὀνειδιστής
ὀνειδιστικός
ὄνειδος
ὀνεῖον
Ὄνειον
ὄνειος
ὄνειος2
ὀνειραιτησία
ὀνειραιτητέω
ὀνειραιτητόν
ὀνειρατικός
ὀνειραυτοπτέω
ὀνειραυτοπτικός
View word page
ὄνειδος
reproach, censure, blame

ShortDef

reproach, censure, blame

Debugging

Headword:
ὄνειδος
Headword (normalized):
ὄνειδος
Headword (normalized/stripped):
ονειδος
IDX:
62198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62199
Key:

Data

{'content': 'reproach, censure, blame'}