Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνάλα
ὄναρ
ὀνεία
ὄνειαρ
ὀνείδειος
ὀνειδίζω
ὀνείδισμα
ὀνειδισμός
ὀνειδιστέον
ὀνειδιστήρ
ὀνειδιστής
ὀνειδιστικός
ὄνειδος
ὀνεῖον
Ὄνειον
ὄνειος
ὄνειος2
ὀνειραιτησία
ὀνειραιτητέω
ὀνειραιτητόν
ὀνειρατικός
View word page
ὀνειδιστής
one who reproaches with

ShortDef

one who reproaches with

Debugging

Headword:
ὀνειδιστής
Headword (normalized):
ὀνειδιστής
Headword (normalized/stripped):
ονειδιστης
IDX:
62196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62197
Key:

Data

{'content': 'one who reproaches with'}