Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνάγρεια
ὀνάγρινος
ὀναγρόβοτος
ὄναγρος
ὀνάλα
ὄναρ
ὀνεία
ὄνειαρ
ὀνείδειος
ὀνειδίζω
ὀνείδισμα
ὀνειδισμός
ὀνειδιστέον
ὀνειδιστήρ
ὀνειδιστής
ὀνειδιστικός
ὄνειδος
ὀνεῖον
Ὄνειον
ὄνειος
ὄνειος2
View word page
ὀνείδισμα
insult, reproach, blame

ShortDef

insult, reproach, blame

Debugging

Headword:
ὀνείδισμα
Headword (normalized):
ὀνείδισμα
Headword (normalized/stripped):
ονειδισμα
IDX:
62192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62193
Key:

Data

{'content': 'insult, reproach, blame'}