Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνάγρα
ὀνάγρεια
ὀνάγρινος
ὀναγρόβοτος
ὄναγρος
ὀνάλα
ὄναρ
ὀνεία
ὄνειαρ
ὀνείδειος
ὀνειδίζω
ὀνείδισμα
ὀνειδισμός
ὀνειδιστέον
ὀνειδιστήρ
ὀνειδιστής
ὀνειδιστικός
ὄνειδος
ὀνεῖον
Ὄνειον
ὄνειος
View word page
ὀνειδίζω
to throw a reproach upon

ShortDef

to throw a reproach upon

Debugging

Headword:
ὀνειδίζω
Headword (normalized):
ὀνειδίζω
Headword (normalized/stripped):
ονειδιζω
IDX:
62191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62192
Key:

Data

{'content': 'to throw a reproach upon'}