Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμωχέτας
ὀναγός
ὀνάγρα
ὀνάγρεια
ὀνάγρινος
ὀναγρόβοτος
ὄναγρος
ὀνάλα
ὄναρ
ὀνεία
ὄνειαρ
ὀνείδειος
ὀνειδίζω
ὀνείδισμα
ὀνειδισμός
ὀνειδιστέον
ὀνειδιστήρ
ὀνειδιστής
ὀνειδιστικός
ὄνειδος
ὀνεῖον
View word page
ὄνειαρ
anything that profits

ShortDef

anything that profits

Debugging

Headword:
ὄνειαρ
Headword (normalized):
ὄνειαρ
Headword (normalized/stripped):
ονειαρ
IDX:
62189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62190
Key:

Data

{'content': 'anything that profits'}