Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναπαρθένευσις
ἀναπαριάζω
ἀναπάρτιστος
ἀναπάσσω
ἀναπατάσσω
ἀναπατέω
ἀνάπαυλα
ἀνάπαυμα
ἀναπαυματικός
ἀναπαύσιμος
ἀνάπαυσις
ἀναπαυστήριος
ἀναπαυτικός
ἀναπαύω
ἀναπαφλάζω
ἀναπείθω
ἀναπεινάω
ἀνάπειρα
ἀναπειράομαι
ἀναπείρω
ἀναπειστήριος
View word page
ἀνάπαυσις
repose, rest
ShortDef
repose, rest
Debugging
Headword:
ἀνάπαυσις
Headword (normalized):
ἀνάπαυσις
Headword (normalized/stripped):
αναπαυσις
IDX:
6218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6219
Key:
Data
{'content': 'repose, rest'}