Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμῶς
ὁμωχέτας
ὀναγός
ὀνάγρα
ὀνάγρεια
ὀνάγρινος
ὀναγρόβοτος
ὄναγρος
ὀνάλα
ὄναρ
ὀνεία
ὄνειαρ
ὀνείδειος
ὀνειδίζω
ὀνείδισμα
ὀνειδισμός
ὀνειδιστέον
ὀνειδιστήρ
ὀνειδιστής
ὀνειδιστικός
ὄνειδος
View word page
ὀνεία
ass’s skin (LSJ ὄνειος)

ShortDef

ass’s skin (LSJ ὄνειος)

Debugging

Headword:
ὀνεία
Headword (normalized):
ὀνεία
Headword (normalized/stripped):
ονεια
IDX:
62188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62189
Key:

Data

{'content': 'ass’s skin (LSJ ὄνειος)'}