Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁμωρόφιος
ὅμως
ὁμῶς
ὁμωχέτας
ὀναγός
ὀνάγρα
ὀνάγρεια
ὀνάγρινος
ὀναγρόβοτος
ὄναγρος
ὀνάλα
ὄναρ
ὀνεία
ὄνειαρ
ὀνείδειος
ὀνειδίζω
ὀνείδισμα
ὀνειδισμός
ὀνειδιστέον
ὀνειδιστήρ
ὀνειδιστής
View word page
ὀνάλα
expenditure
ShortDef
expenditure
Debugging
Headword:
ὀνάλα
Headword (normalized):
ὀνάλα
Headword (normalized/stripped):
οναλα
IDX:
62186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62187
Key:
Data
{'content': 'expenditure'}