Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμωροφέω
ὁμωρόφιος
ὅμως
ὁμῶς
ὁμωχέτας
ὀναγός
ὀνάγρα
ὀνάγρεια
ὀνάγρινος
ὀναγρόβοτος
ὄναγρος
ὀνάλα
ὄναρ
ὀνεία
ὄνειαρ
ὀνείδειος
ὀνειδίζω
ὀνείδισμα
ὀνειδισμός
ὀνειδιστέον
ὀνειδιστήρ
View word page
ὄναγρος
the wild ass

ShortDef

the wild ass

Debugging

Headword:
ὄναγρος
Headword (normalized):
ὄναγρος
Headword (normalized/stripped):
οναγρος
IDX:
62185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62186
Key:

Data

{'content': 'the wild ass'}