Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμώνυμος
ὁμωροφέω
ὁμωρόφιος
ὅμως
ὁμῶς
ὁμωχέτας
ὀναγός
ὀνάγρα
ὀνάγρεια
ὀνάγρινος
ὀναγρόβοτος
ὄναγρος
ὀνάλα
ὄναρ
ὀνεία
ὄνειαρ
ὀνείδειος
ὀνειδίζω
ὀνείδισμα
ὀνειδισμός
ὀνειδιστέον
View word page
ὀναγρόβοτος
grazed by wild asses

ShortDef

grazed by wild asses

Debugging

Headword:
ὀναγρόβοτος
Headword (normalized):
ὀναγρόβοτος
Headword (normalized/stripped):
οναγροβοτος
IDX:
62184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62185
Key:

Data

{'content': 'grazed by wild asses'}