Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμωνυμία
ὁμώνυμος
ὁμωροφέω
ὁμωρόφιος
ὅμως
ὁμῶς
ὁμωχέτας
ὀναγός
ὀνάγρα
ὀνάγρεια
ὀνάγρινος
ὀναγρόβοτος
ὄναγρος
ὀνάλα
ὄναρ
ὀνεία
ὄνειαρ
ὀνείδειος
ὀνειδίζω
ὀνείδισμα
ὀνειδισμός
View word page
ὀνάγρινος
like a wild ass

ShortDef

like a wild ass

Debugging

Headword:
ὀνάγρινος
Headword (normalized):
ὀνάγρινος
Headword (normalized/stripped):
οναγρινος
IDX:
62183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62184
Key:

Data

{'content': 'like a wild ass'}